-
1 χρησιμος
3 и 21) полезный, пригодныйοὐ ποδὴ χρησίμῳ χρῆσθαι Soph. — не быть в состоянии владеть ногами, т.е. не уметь выбраться (из пропасти);τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι Xen. — люди физически посильнее;νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω Xen. — деньги, не имеющие хождения за границей;τοῦτ΄ οὖν τί ἐστι χρήσιμον ; Arph. — для чего это нужно?;εἴ τι χρήσιμον ἦν Xen. — все, что так или иначе могло быть использовано2) действительный, имеющий силу, подлинный(διαθήκη Isae.)
3) посещаемый, пользующийся авторитетом(τέμενος Her.). - см. тж. χρήσιμον
-
2 χρήσιμος
A useful, serviceable, first in Thgn.406;εἰς ἀνάγκαν, ἔνθ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται S.OT 878
(lyr.); τὸ χ. φρενῶν the excellence of.., E.Ph. 1740 (lyr.);τὸ αὐτίκα χ. Th.3.56
;ἡ διὰ τὸ χ. φιλία Arist.EN 1159b13
;τὰ χ. Men.Mon. 579
; χ. εἴς τι useful for something, Hdt.4.109, Ar.Pl. 493 (anap.), Pl.R.l. c.; ἐπί τι Id.Grg. l. c.; ([comp] Comp.);ἰδίᾳ ἑκάστῳ χ. καὶ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ὠφέλιμα X.Cyr.6.2.34
;τοῦτ' οὖν τί ἐστι χρήσιμον; Ar.Nu. 202
; χρήσιμόν ἐστι, c. inf., Id.Av. 382 (troch.).2 of persons, serviceable, useful, S.Aj. 410, D.20.7, etc.; [comp] Comp. : esp., like χρηστός, a good and useful citizen,χ. πόλει E.Or. 910
;χ. πολίτης Eup.118
;χ. τινι Is.Fr.16.1
;ἐπί τι D.25.31
; τοὺς εὐπόρους δεῖ χ. αὑτοὺς παρέχειν τοῖς πολίταις to show themselves useful, serviceable to the state, Id.42.22, cf. E.Supp. 887, Is.Fr.10.1 ([comp] Comp.); τοῖς σώμασι -ώτεροι more able-bodied, X.Lac.5.9; opp. ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Aeschin.1.61.4 χρησίμη διαθήκη an available (i.e. authentic) will, Is.6.30.5 νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω money that will not pass abroad, X.Vect.3.2.II Adv., - μως ἔχειν to be serviceable, Th.3.44, X.Cyr.8.5.9; χ. τινὶ σωθῆναι with advantage to him, Th.5.91, cf. J.BJ6.2.9;τὰ -μως λεγόμενα Plu. 2.36d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρήσιμος
См. также в других словарях:
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek